ανεγνώριστος

ανεγνώριστος
-η, -ο
αυτός που δεν αναγνωρίζεται: Η αρρώστια τον είχε κάνει ανεγνώριστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεγνώριστος — η, ο αυτός που δεν αναγνωρίζεται ή δεν έχει αναγνωριστεί από κάποιον, ο άγνωστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”